- ανασκοπή
- η (Α ἀνασκοπή)1. λεπτομερέστερη εξέταση, επανεξέταση, αναθεώρηση2. αναλογισμός της ευθύνης, επιφύλαξη, δισταγμόςαρχ.σκέψη, στοχασμός, εξέταση, μελέτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + σκοπή «προσεκτική παρατήρηση» < σκέπτομαι].
Dictionary of Greek. 2013.